- λογοείδεια
- λογο-είδεια, ἡ,A prosaic diction, D.H.Comp.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογοείδεια — λογοείδεια, ἡ (Α) [λογοειδής] η ομοιότητα προς τον πεζό λόγο, το πεζό ύφος («κακία ποιήματος ἡ καλουμένη λογοείδεια δοκεῑ τις εἶναι», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
λογοείδεια — prosaic diction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)